- ὁμοιοστόμως
- ὁμοιόστομοςwith both fronts facing the same wayadverbialὁμοιόστομοςwith both fronts facing the same waymasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοιόστομος — ὁμοιόστομος, ον (Α) αυτός τού οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές τής μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέρος («ὁμοιόστομος διφαλαγγία»). επίρρ... ὁμοιοστόμως (Α) δια μέσου τού ίδιου μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + στομος (<… … Dictionary of Greek